- πυρεθρίνη
- η, Ν(φαρμ.) ελμινθοκτόνο και εντομοκτόνο συστατικό τής σκόνης που παράγεται από τα άνθη τού χρυσανθέμου και χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική καθώς και στην παρασκευή φυτοφαρμάκων και αντιπαρασιτικών σαμπουάν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrethrine < πύρεθρον + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ίνη].
Dictionary of Greek. 2013.