πυρεθρίνη

πυρεθρίνη
η, Ν
(φαρμ.) ελμινθοκτόνο και εντομοκτόνο συστατικό τής σκόνης που παράγεται από τα άνθη τού χρυσανθέμου και χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική καθώς και στην παρασκευή φυτοφαρμάκων και αντιπαρασιτικών σαμπουάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrethrine < πύρεθρον + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυκλοπαραφίνες ή κυκλοαλκάνια — Κυκλικές οργανικές ενώσεις, οι οποίες αποτελούνται από ορισμένο αριθμό χαρακτηριστικών ομάδων ( CH2 ), τα μεθυλένια, που είναι ενωμένα μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν κλειστό δακτύλιο. Ο δακτύλιος των κ. μπορεί να αποτελείται από τρεις, τέσσερις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”